Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ευλογιώ — άω [ευλογία] ευλογιάζω, πάσχω από τη νόσο ευλογία, είμαι βλογιασμένος … Dictionary of Greek
ευλογιάζω — και βλογιάζω και ευλογιώ, άω [ευλογία] έχω προσβληθεί, πάσχω από τη νόσο ευλογία (κν. ευλογιά, βλογιά) … Dictionary of Greek